- φυλετικότητα
- η, Νβιολ. α) το σύνολο τών φυλετικών ή συνδεόμενων με το φύλο φαινομένων τα οποία παρατηρούνται στον έμβιο κόσμοβ) η ιδιότητα ή η κατάσταση τής κατοχής φύλου, το να έχει ένα άτομο τα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά τού φύλου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλετικός. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. sexuality].
Dictionary of Greek. 2013.